- φεννησία
- φενν-ησία, ἡ,A office of φεννῆσι, Ostr.416, al. (i A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φεννησία — ἡ, Α [φεννῆσις) (αιγυπτιακή λ.) το αξίωμα που ασκούσε ο φεννῆσι* … Dictionary of Greek